Φιλισταίοι

Φιλισταίοι
Αρχαίος λαός, γνωστός στους Έλληνες με το όνομα Παλαιστίνιοι, από τους οποίους πήρε το όνομά της η Παλαιστίνη. Οι Φ. προέρχονταν από την Κρήτη και μεταξύ 13ου και 12ου αι. π.Χ. εγκαταστάθηκαν στην παράκτια λωρίδα μεταξύ Συρίας και χερσονήσου του Σινά. Φαίνεται ότι αποτελούσαν μέρος των λαών της θάλασσας, που την εποχή εκείνη προχώρησαν στην Εγγύς Ανατολή, σκορπώντας την καταστροφή στους γύρω αρχαίους πολιτισμούς. Οι Φ., που τους συνέτριψε ο Ραμσής Γ’, εγκαταστάθηκαν σε πέντε ομόσπονδα κέντρα: Ασκάλωνα, Άζωτο, Ακκαρών, Γαθ και Γάζα. Ένα τουλάχιστον μέρος των Εβραίων περιήλθε στην κυριαρχία των Φ. ή έγιναν υποτελείς: αναφέρουμε τον Σαμψών και τους μακροχρόνιους αγώνες του Σαούλ και του Δαβίδ, για να απελευθερωθούν από τον πατροπαράδοτο και αμείλικτο αυτό εχθρό. Ο τελευταίος όμως κατόρθωσε να τους νικήσει και να τους καταστήσει, με τη σειρά του, υποτελείς. Από τότε η ομοσπονδία των πέντε πόλεων παρήκμασε και οι Φ., που υποτάχθηκαν διαδοχικά στους Βαβυλωνίους, στους Πέρσες, στους Μακεδόνες και στους Πτολεμαίους, σε λίγους αιώνες αναμείχθηκαν με τους τοπικούς σημιτικούς πληθυσμούς, χάνοντας τα γενικά χαρακτηριστικά τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Φιλισταίος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι Φιλισταίοι λαός τού Αιγαίου που εγκαταστάθηκε στην ακτή τής Παλαιστίνης λίγο πριν από την άφιξη τών Ισραηλιτών, αναφερόμενος στην Παλαιά Διαθήκη και σε αιγυπτιακά μνημεία νεοελλ. ως προσηγ. εγωκεντρικός, μικρόψυχος και… …   Dictionary of Greek

  • περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… …   Dictionary of Greek

  • Ακαρών — Εξελληνισμένη ονομασία της πόλης Εκρόν της Παλαιστίνης. Στην Παλαιά Διαθήκη τοποθετείται στα σύνορα της χώρας των Φιλισταίων. Όταν την κατέλαβαν οι Εβραίοι, στην αρχή την παραχώρησαν στη φυλή Ιούδα και αργότερα στη φυλή Δαν. Στα χρόνια του… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Κιβωτός της Διαθήκης — Ιερό σκεύος των Εβραίων κατά την αρχαιότητα, που αναφέρεται και ως κιβωτός του Μαρτυρίου. Επρόκειτο για ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας, μήκους περίπου 1,10 μ., πλάτους 0,67 μ. και ύψους 0,67 μ. Ήταν επενδεδυμένο με χρυσό και στην κορυφή έφερε… …   Dictionary of Greek

  • Χαμ — Βιβλικό πρόσωπο, δευτερότοκος γιος του Νώε. Ο πατέρας του τον καταράστηκε, εξαιτίας της ανευλάβειάς του, να υποδουλωθεί, αυτός και οι απόγονοί του, στους Σημίτες. Οι απόγονοι του X., που λέγονται από το όνομά του Χαμίτες, ήταν, κατά το ι’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”